Χούμπολτ, Αλεξάντερ φον-

Χούμπολτ, Αλεξάντερ φον-
(Humboldt, Βερολίνο 1769 – 1859). Γερμανός εξερευνητής και φυσιοδίφης. Το 1790 επισκέφτηκε την Ολλανδία, το Βέλγιο, την Αγγλία και τη Γαλλία και το 1795 την Ελβετία και τη βόρεια Ιταλία, ενώ εν τω μεταξύ ειδικευόταν στην ορυκτολογία. Αφού διέτρεξε το 1797 τις Ανατολικές Άλπεις, συνάντησε στο Παρίσι τον διάσημο βοτανολόγο Eμέ Μπονπλάν. Μαζί του επισκέφτηκε τη Βενεζουέλα, την Κολομβία, τη Γουιάνα, την Κούβα και τον Ισημερινό, του οποίου το 1802 εξερεύνησε την ηφαιστειογενή ζώνη. Έπειτα πήγε στο Περού και στο Μεξικό, όπου συγκέντρωσε πληροφορίες επιστημονικού ενδιαφέροντος. Από το 1804 έως το 1827 ο X., που είχε επιστρέψει στην Ευρώπη, επιδόθηκε στην επεξεργασία των στοιχείων που συγκέντρωσε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Αμερική, εωσότου, έπειτα από πρόσκληση της ρωσικής κυβέρνησης, άρχισε το 1829, την εξερεύνηση της δυτικής Σιβηρίας και της ρωσικής κεντρικής Ασίας. Με την ευκαιρία αυτή συγκέντρωσε γεωλογικά, γεωγραφικά, βοτανικά και σχετικά με το φαινόμενο του γήινου μαγνητισμού στοιχεία. Ογκώδης είναι η συλλογή των έργων του (αναφέρουμε: Κόσμος, Κριτική εξέταση της ιστορίας και της γεωγραφίας του Νέου Κόσμου) και μεγάλη η αξία των μελετών του, καθώς και των εξερευνήσεών του. Θεωρείται ως ο δημιουργός της φυτογεωγραφίας, προώθησε επίσης τις μελέτες της γήινης μορφολογίας και της κλιματολογίας και υπήρξε ο πρώτος συστηματικός μελετητής των προβλημάτων που σχετίζονται με τον γήινο μαγνητισμό. Το όνομά του δόθηκε σε ένα ψυχρό ρεύμα, που λέγεται και ρεύμα του Περού, το οποίο βρέχει τις ακτές της χώρας αυτής και πρώτη φορά το μελέτησε συστηματικά ο ίδιος. Ο Γερμανός εξερευνητής Αλ. φον Χούμπολτ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Χούμπολτ, Καρλ Βίλχελμ φον- — (Humboldt, Πότσδαμ 1767 – Βερολίνο 1835). Πολιτικός και γλωσσολόγος, αδελφός του Αλεξάντερ. Διπλωματικός το 1790, πολύ γρήγορα συνδέθηκε φιλικά με τον Σίλερ και τον Γκέτε και διατήρησε πάντοτε ζωηρά τα δύο μεγαλύτερα ενδιαφέροντα της ζωής του: το …   Dictionary of Greek

  • εξερευνήσεις, γεωγραφικές — Ταξίδια σε μακρινούς και άγνωστους τόπους, που από τα πανάρχαια χρόνια επιχειρούσε ο άνθρωπος για οικονομικούς, πολιτικούς, στρατιωτικούς και άλλους λόγους ή ακόμα –ιδιαίτερα κατά τους νεότερους χρόνους– για επιστημονική έρευνα. Το εμπορικό όμως… …   Dictionary of Greek

  • γεωγραφία — Επιστήμη της οποίας αντικείμενο είναι η σπουδή και η περιγραφή της επιφάνειας της Γης και των φαινομένων που παρατηρούνται σε αυτήν. Σκοπός της γ., τόσο σήμερα όσο και κατά το παρελθόν, είναι να δώσει μία περιγραφή της Γης – αυτό άλλωστε… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιολογία — Η επιστήμη που μελετά την αρχαιότητα μέσα από όλα τα μνημεία και τα υλικά κατάλοιπά της. Η α. επιδιώκει να αποκαταστήσει τις διάφορες εκδηλώσεις του αρχαίου κόσμου, αφήνοντας κατά μέρος όμως τις μαρτυρίες, που ανήκουν στη σφαίρα αρμοδιότητας της… …   Dictionary of Greek

  • σύμπαν — Είναι το σύνολο των ουράνιων σωμάτων και του διαστήματος μέσα στο οποίο είναι εγκατασπαρμένα. Τα ακραία όριά τους, περισσότερο από άμεσες παρατηρήσεις απευθείας ή με όργανα, έχουν καθοριστεί με επιστημονικές υποθέσεις, που επιδίωξαν να μεταφέρουν …   Dictionary of Greek

  • αισθητική — I (Φιλοσ.). Φιλοσοφικός κλάδος που ασχολείται με την τέχνη, επιδιώκοντας να προσδιορίσει την ουσία, τον χαρακτήρα και τις σχέσεις της με τις άλλες ανθρώπινες δραστηριότητες. Ο ορισμός της φιλοσοφίας της τέχνης ως α. είναι δημιούργημα των νεότερων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”